αμάργωτος

αμάργωτος
-η, -ο [μαργώνω]
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ψύξη
2. (για πόδι ή χέρι) αυτός που δεν μούδιασε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”